- ἐπιμηθικῶς
- ἐπι-μηθικῶς, wie einer, der nach der Tat überlegt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιμηθικώς — ἐπιμηθικῶς (Μ) [επιμηθής] επίρρ. σαν τον Επιμηθέα, με τρόπο που δείχνει ότι σκέφτεται κανείς όταν είναι πια αργά … Dictionary of Greek